- φιλετάκι
- το1. υποκορ. του φιλέτο (βλ. λ.), μικρό φιλέτο.2. κομμάτι δέρματος που καλύπτει την πίσω ραφή των υποδημάτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φιλετάκι — το, Ν [φιλέτο] 1. υποκορ. τ. τού φιλέτο 2. κομμάτι δέρματος που καλύπτει την πίσω ραφή τού υποδήματος … Dictionary of Greek